εὐσταθεῖς

εὐσταθεῖς
εὐσταθέω
to be steady
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
εὐσταθής
well-based
masc/fem acc pl
εὐσταθής
well-based
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… …   Dictionary of Greek

  • благостояньныи — БЛАГОСТО˫АНЬНЫИ (2*) пр. Твердый, стойкий: о семь трепетати... по подобью оц҃ь наши(х) ст҃хъ. ибо они... вси на все ч(с)тии послушливи бѣша. свѣтлии истиньнiи. и бл҃госто˫аннии. безлобни кротци. мирни. (εὐσταϑεῖς) ФСт XIV, 229в; в роли с.: есть и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • νι σωμάτων, πρόβλημα — (Αστρον.). Το πρόβλημα της ουράνιας μηχανικής που ασχολείται με τον καθορισμό των τροχιών ν σημειακών μαζών που η μόνη τους αλληλεπίδραση είναι η βαρυτική έλξη. Τα σώματα του ηλιακού συστήματος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα αν υποτεθεί ότι οι μάζες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”